φωβιστής

φωβιστής
ο, Ν
(για ζωγράφο) αυτός που ακολουθεί τις αρχές τού κινήματος τού φωβισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. fauviste < fauve «ξανθότριχο ζώο, αγρίμι» + κατάλ. -iste (βλ. λ. -ιστής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φωβιστικός — ή, ό, Ν [φωβιστής] ο σχετικός με τον φωβισμό ή τον φωβιστή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”